- ασκημομούρης
- και ασχημο-, -μούρα, -μούρικοαυτός που έχει άσχημο πρόσωπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασκημομούρης, -α, -ικο — αυτός που έχει άσκημο πρόσωπο, δύσμορφος: Αυτόν τον ασκημομούρη θα πάρω άντρα; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ασχημομούρης — και ασκημομούρης ο δύσμορφος … Dictionary of Greek
ασχημομούρης, ο — ασχημομούρης, α, ικο βλ. ασκημομούρης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)